-
1 ἱερόκτιτος
ἱερό-κτῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερόκτιτος
См. также в других словарях:
καλλίκτιτος — καλλίκτιτος, ον (Α) ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek