-
1 ἱεροκῆρυξ
A herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: [dialect] Dor. [suff] ἱερο-κᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροκῆρυξ
См. также в других словарях:
μεγακήρυξ — μεγακήρυξ, υκος, ὁ (Μ) (για τον Χριστό) ο μεγάλος κήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήρυξ (πρβλ. ιερο κήρυξ)] … Dictionary of Greek
Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων … Dictionary of Greek