-
1 ἱεροθέσιον
ἱερο-θέσιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροθέσιον
См. также в других словарях:
μνημοθέσιον — μνημοθέσιον, τό (Μ) νεκροταφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα + θέσιον (< θέτης) πρβλ. θεσμο θέσιον, ιερο θέσιον] … Dictionary of Greek
ναοθέσιον — ναοθέσιον, τὸ (Α) πιθ. η περιοχή τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ιερο θέσιον, χαλκο θέσιον] … Dictionary of Greek