-
1 ιερογραμματευς
См. также в других словарях:
κωμογραμματεύς — κωμογραμματεύς, έως, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο κατά τους πτολεμαϊκούς και ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητικός υπάλληλος κατώτερος τού κωμάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + γραμματεύς (πρβλ. ιερο γραμματεύς, τοπο γραμματεύς)] … Dictionary of Greek