-
1 ιερουργία
ἱερουργίᾱ, ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc /acc dualἱερουργίᾱ, ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱερουργίαι, ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc plἱερουργίᾱͅ, ἱερουργίαreligious service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιερουργια
ион. ἱρουργία, v. l. ἱροεργία и ἱροργία ἥ совершение религиозных обрядов, священный обряд(ἱρουργίαι ἄρρητοι Her.; ἥ περί τι ἱ. Plat.; ἄπυροι ἱερουργίαι Plut.)
ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut. — совершать жертвоприношения -
3 ιερουργία
ιερουργία ηсвященнодействие -
4 ἱερουργία
Βλ. λ. ιερουργία -
5 ἱερουργίᾳ
Βλ. λ. ιερουργία -
6 ιερουργία
η см. ιεροτελεστία -
7 ἱερουργία
-
8 ἱερουργία
ἱερουργ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερουργία
-
9 ιερουργίας
ἱερουργίᾱς, ἱερουργίαreligious service: fem acc plἱερουργίᾱς, ἱερουργίαreligious service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἱερουργίας
ἱερουργίᾱς, ἱερουργίαreligious service: fem acc plἱερουργίᾱς, ἱερουργίαreligious service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ιερουργίαι
ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc plἱερουργίᾱͅ, ἱερουργίαreligious service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ἱερουργίαι
ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc plἱερουργίᾱͅ, ἱερουργίαreligious service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ιερουργίαν
-
14 ἱερουργίαν
-
15 ιρουργίαι
ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc pl (ionic)ἱρουργίᾱͅ, ἱερουργίαreligious service: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
16 ἱρουργίαι
ἱερουργίαreligious service: fem nom /voc pl (ionic)ἱρουργίᾱͅ, ἱερουργίαreligious service: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
17 ἱροργίη
-
18 κατακορης
21) густой, темный, насыщенный(χρῶμα Sext.)
μέλαν κατακορές Plat. — густо-черный цвет2) чрезмерный, преувеличенный(τὰ ἐπίθετα Arst.; ἱερουργία Plut.)
3) неумеренный, излишний(παρρησία, συνουσία Plat.; ἡδοναι Plut.)
4) не знающий меры(γυναικῶν γένος Polyb.)
-
19 священнодействие
священнодейств||иес ἡ ιεροτελεστία, ἡ ίερουργία, ἡ ίεροπραξία. -
20 ιερουργιών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱερουργία — ἱερουργίᾱ , ἱερουργία religious service fem nom/voc/acc dual ἱερουργίᾱ , ἱερουργία religious service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργίᾳ — ἱερουργίαι , ἱερουργία religious service fem nom/voc pl ἱερουργίᾱͅ , ἱερουργία religious service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερουργία — η (ΑΜ ἱερουργία, Α και ιων. τ. ἱρουργία) [ιερουργώ] ιεροτελεστία, θρησκευτική τελετή, τέλεση τών σχετικών με τη θεία λατρεία … Dictionary of Greek
ιερουργία — η ιερή τελετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερουργίας — ἱερουργίᾱς , ἱερουργία religious service fem acc pl ἱερουργίᾱς , ἱερουργία religious service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργίαι — ἱερουργία religious service fem nom/voc pl ἱερουργίᾱͅ , ἱερουργία religious service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργίαν — ἱερουργίᾱν , ἱερουργία religious service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρουργίαι — ἱερουργία religious service fem nom/voc pl (ionic) ἱρουργίᾱͅ , ἱερουργία religious service fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργιῶν — ἱερουργία religious service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερουργίαις — ἱερουργία religious service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερουργικός — ἱερουργικός, ή, όν (Α) [ιερουργία] αυτός που ανήκει ή χρησιμεύει στην ιερουργία, στη θυσία («ἱερουργική μάχαιρα», Σχόλ. στον Ευρ.). επίρρ... ἱερουργικῶς με τρόπο που αρμόζει σε ιερουργία, σε θυσία … Dictionary of Greek