-
1 ιεροσκοπεομαι
наблюдать внутренности жертвенных животных, т.е. прорицать по ним Polyb.ἱ. μόσχῳ Diod. — предсказывать по внутренностям жертвенного тельца
-
2 ἱεροσκοπέομαι
A inspect victims, divine therefrom, Plb.34.2.6; ἱ. μόσχῳ divine by the entrails of a calf, D.S. 1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροσκοπέομαι
-
3 ιεροσκοπεί
-
4 ἱεροσκοπεῖ
-
5 ιεροσκοπησαμένου
-
6 ἱεροσκοπησαμένου
-
7 ιεροσκοπουμένους
-
8 ἱεροσκοπουμένους
См. также в других словарях:
ἱεροσκοπεῖ — ἱεροσκοπέομαι inspect victims pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροσκοπησαμένου — ἱεροσκοπέομαι inspect victims aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροσκοπουμένους — ἱεροσκοπέομαι inspect victims pres part mp masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)