-
1 ιερομνήμοσι
-
2 ἱερομνήμοσι
См. также в других словарях:
ἱερομνήμοσι — ἱερομνήμων mindful of sacred masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδικία — ἡ, Α [πρόδικος] 1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.) 2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού… … Dictionary of Greek