-
1 ἱερατεία
ἱερᾱτ-εία, ἡ,A priesthood, Arist.Pol. 1328b13, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), LXXEx.29.9, Ev.Luc.1.9, IG5(2).516 (Lycosura, i A. D.), etc.: [dialect] Ion. [full] ἱρητήη Schwyzer692 (Chios, V B.C.); later [full] ἱερητείη and [suff] ἱέρᾱτ-α GDI ivpp.885-6 (Erythrae, iv B.C.), SIG1014.14 (ibid., iii B.C.), 1015.5 (Halic.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερατεία
См. также в других словарях:
ιερατεία — η (ΑΜ ἱερατεία, Α και ἱερητείη και ἱερητεία, ιων. τ. ἱρητήη) [ιερατεύω] το αξίωμα τού ιερέα, η ιερωσύνη («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῡμεν ἱερατείαν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek