1 ἱαρειάδδω
ἱαρειάδδω, böot. für ἱερειάζω, = ἱερατεύω, Inscr. 1568.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἱαρειάδδω
ιερειάζω — ἱερειάζω (Α) ιεράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ιεράζω*] … Dictionary of Greek
ιαρειάδδω — ἱαρειάδδω (Α) ιερειάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάρεια (= ιέρεια). Παράλλ. τ. τού ιεράζω] … Dictionary of Greek