-
1 ιερατικά
ἱερατικόνpriestly: neut nom /voc /acc plἱερᾱτικά, ἱερατικόςpriestly: neut nom /voc /acc plἱερᾱτικά̱, ἱερατικόςpriestly: fem nom /voc /acc dualἱερᾱτικά̱, ἱερατικόςpriestly: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἱερατικά
ἱερατικόνpriestly: neut nom /voc /acc plἱερᾱτικά, ἱερατικόςpriestly: neut nom /voc /acc plἱερᾱτικά̱, ἱερατικόςpriestly: fem nom /voc /acc dualἱερᾱτικά̱, ἱερατικόςpriestly: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ἐπίσταμαι
ἐπίστᾰμαι, 2 pers.A , 982, S.El. 629, Pl.Euthd. 296a, butἐπίστᾳ Pi.P.3.80
, A.Eu.86, 581,ἐπίστῃ Thgn.1085
, PCair.Zen. 41.19 (iii B.C.), [dialect] Ion. ἐπίστεαι ἐξ-) Hdt.7.135; imper. ἐπίστασο ib. 29, 209, A.Pr. 840, 967, PCair.Zen.57.4 (iii B.C.), etc., but ἐπίσταο v.l. in Hdt.7.209, [var] contr. , etc.; subj. [dialect] Ion. ἐπιστέωμαι Hdt.3.134, [dialect] Att. : [tense] impf. , etc.; without augm.ἐπίστατο Il.5.60
: Hdt. hasἐπ- 5.42
(v.l. ἠπ-),ἠπ- 3.139
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. ἠπιστέατο orἐπιστέατο 8.132
: [tense] fut.ἐπιστήσομαι Il.21.320
, etc.: [tense] aor. 1ἠπιστήθην Hdt.3.15
, Pl.Lg. 687a.I. know how to do, be able to do, capable of doing, c.inf., οὐδέ οἱ ὀστέ'ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι Il.21.320
, cf. Od.13.207, Sapph.70, etc.: Hom. has it both of intellectual power, ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶνἄρτια βάζειν Il.14.92
;ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ Od.4.730
; and of artistic skill, : freq. in Trag. and [dialect] Att.,οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι A.Pr. 982
, cf. 1032, S.OT 589;πένεσθαι δ' οὐκ ἐ. δόμος A.Ag. 962
;ἐ... θεοὺς σέβειν E.Hipp. 996
, cf. Alc. 566; κιθαρίζειν οὐκ ἐ. Ar.V. 989, cf. Pl.Smp. 223d, R. 420e, al.: without inf., σῷζ ὅπως ἐπίστασαι as best you can, A.Pr. 376, cf. Eu. 581.2. to be assured, feel sure that.., τοῦτον ἐπίστανται πλεῖσταεἰδέναι Heraclit.57
, cf. Hdt.3.134, 139, 6.139, al.: folld. by ὡς, Id.1.122.II. c. acc., understand a matter, know, be versed in or acquainted with,πολλὰ δ' ἐπίστατο ἔργα Il.23.705
, cf. Od.2.117;Μουσέων δῶρον Archil.1
;τὴν τέχνην Hdt.3.130
; ;ἐμπειρίᾳ ἐ. τὴν ναυτικήν Th.4.10
;τὰς φύσεις ὑμῶν Id.7.14
;πάσας τὰς δημιουργίας Pl.R. 598c
; ἔγωγε γράμματ' οὐδ' ἐ. Cratin.122; τὸ μὴ ἐ. γράμματα illiteracy, PRyl.73.19 (i B.C.), etc.; ἐ. ἱερατικὰκαὶ Αἰγύπτια γράμματα PTeb. 291.41
(ii A.D.); ἐ. μύθους τοὺς Αἰσώπου know them by heart, Pl.Phd. 61b, cf. Grg. 484b: also with an Adv., Συριστὶ ἐ. know Syrian, X.Cyr.7.5.31; with acc. and inf. conjoined, A.Eu. 276; with inf. to expl. the acc., ἔργον δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐ. Semon.7.24, cf. Archil.65.2. after Hom., know as a fact, know for certain, .ά, etc.; used convertibly with εἰδέναι, Pl.Tht. 163b, Arist.APr. 66b31, Ph. 184a10; even χάριν ἐ., = χάριν εἰδέναι, Jul.Or.8.246c(but sts. εἰδέναι is general, ἐπίστασθαι being confined to scientific knowledge ([etym.] ἐπιστήμη) , διὰ τὸεἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον Arist.Metaph. 982b21
): freq.strengthd., εὖ ἐ. Hdt.l.c.; σαφῶς ἐ. A.Pr. 840, etc.: most freq. c. acc., τὰ διαφέροντα ἐ. And.4.19, etc.; alsoἐ. περί τινος Hdt.2.3
, Th.6.60;περὶ θεῶν E.Fr.795.4
: folld. by a dependent clause, τί σφιν χρήσηται ἐ. Thgn. 772; ἐ. ὅτι.. , or ἐ. τοῦτο, ὅτι.. , Hdt.1.3, 156, etc.;ὡς.. A.Pers. 599
;τοῦτ' ἐπίστασ', ὡς S.Aj. 1370
;ἐ. αὐτὸν οἷς ψωμίζεται Ar.Eq. 715
, etc.3. rarely, know a person, Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐ. Ar.Eq. 1278, cf. Muson.Fr.3p.12H., Luc.Asin.1; τὸν Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐ. Act.Ap.19.15; but ὁ παῖς τοὺς τεκόντας οὐκ ἐ. does not know who they are, E. Ion51.III. c. part., in Prose and Trag., know that one is, has, etc.,εὖ ἐ. αὐτὸς σχήσων Hdt.5.42
;ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο S.Aj. 1399
, cf. Th.2.44; also ὡς ὧδ' ἐχόντων τῶνδ'ἐ. σε χρή S.Aj. 281
; ὡς φανέν γε τοὔπος ὧδ' ἐ. Id.OT 848: c. dupl. acc., ἑαυτοὺς Φαυστύλου ἠπιστάμεθα παῖδας (sc. ὄντας) Plu.Rom.7: c.acc. et inf., S.Ant. 1092, Lys.Fr.53.1.IV. [tense] pres.part. ἐπιστάμενος, η, ον, freq. as Adj., knowing, understanding, skilful, ἀνδρὸς ἐ. Od.14.359;χαλεπὸν ἐ. περ ἐόντι Il.19.80
; καὶ μάλ' ἐ. Od.13.313; even of a dancer's feet,θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
: also c.gen., φόρμιγγος ἐ. καὶ ἀοιδῆς skilled, versed in them, Od.21.406: and c. dat.,ἄκοντι Il.15.282
: hence,2. Adv. ἐπιστᾰμένως skilfully, expertly, 7.317, Hes.Th.87, etc.; εὖ καὶ ἐ. Il.10.265, Od.20.161, Hes.Op. 107;ἐ. πίνειν Thgn.212
; also in Prose, X.Cyr.1.1.3, A.D.Adv.146.7, Vett. Val.298.2: c.inf., with knowledge how to.., Epicur.Nat.14.4. (Since ἐφίστημι τὸν νοῦν is used in the sense of ἐπίσταμαι, attend, observe, it is prob. that ἐπίσταμαι is merely an old med. form of ἐφίστημι, cf. Arist. Ph. 247b11 τῷ γὰρ ἠρεμῆσαι καὶ στῆναι τὴν διάνοιαν ἐπίστασθαι.. λέγομεν, and v. ἐπίστασις 11.2.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσταμαι
См. также в других словарях:
ἱερατικά — ἱερατικόν priestly neut nom/voc/acc pl ἱερᾱτικά , ἱερατικός priestly neut nom/voc/acc pl ἱερᾱτικά̱ , ἱερατικός priestly fem nom/voc/acc dual ἱερᾱτικά̱ , ἱερατικός priestly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγωναλείς — Ιερατικά σωματεία στην αρχαία Ρώμη από Σάλιους ιερείς, που φύλαγαν στον ναό του Άρη, στο Παλατίνο, δώδεκα ιερές ασπίδες. Τα σωματεία ιδρύθηκαν από τον τρίτο βασιλιά της Ρώμης Τύλο Οστίλιο και κάθε Μάρτιο τα μέλη τους, για να τιμήσουν τον θεό,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Σπάρτης — Το μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης ιδρύθηκε το 1992, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ευστάθιου Σπηλιώτη, και στεγάζεται στο δεύτερο όροφο του μητροπολιτικού μεγάρου (Λυσσάνδρου 5). Η πλούσια συλλογή του, που μαρτυρεί το υψηλό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ρεθύμνου — Το εκκλησιαστικό μουσείο του Ρεθύμνου εγκαινιάστηκε το 1994 στα γραφεία του μητροπολιτικού Ναού της πόλης Τα εισόδια της Θεοτόκου (Τομπάζη 69). Η συλλογή του αποτελείται από εξήντα τέσσερα αντικείμενα του 19ου και 20ού αι., τα περισσότερα εκ των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Φαλατάδου (Τήνου) — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο Φαλατάδου ιδρύθηκε το 1995 και στεγάζεται σ’ ένα χώρο του ναού της Αγίας Τριάδας, στον οποίο οδηγεί ένας πλακόστρωτος δρόμος που ξεκινά από την πλατεία του χωριού. Η συλλογή του αποτελείται από μεταβυζαντινές εικόνες,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… … Dictionary of Greek
πληβείοι — Τμήμα του πληθυσμού της αρχαίας Ρώμης, που σήμαινε τον όχλο, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες, τους πατρικίους. Πρώτος ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος σκέφθηκε να εξισώσει τους π. με τους πατρικίους και θέλησε να τους διαιρέσει σε τρεις φυλές. Οι… … Dictionary of Greek
Hieratic — Infobox Writing system name=Hieratic type=Abjad typedesc=with logographic elements time=Protodynastic Period–3rd century AD languages=Egyptian language fam1=Egyptian hieroglyphs children=Demotic spaces|2→ Coptic spaces|2→ Merotitic spaces|4→ Old… … Wikipedia
Ecriture hieratique — Écriture hiératique Pour les articles homonymes, voir Hiératique. Hiératique Le papyrus Ebers … Wikipédia en Français