-
1 ιδρώσεσι
-
2 ἱδρώσεσι
См. также в других словарях:
ἱδρώσεσι — ἵδρωσις sweating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιδρώσεσι
2 ἱδρώσεσι
ἱδρώσεσι — ἵδρωσις sweating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)