Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱδρύματος

См. также в других словарях:

  • ἱδρύματος — ἱδρύ̱ματος , ἵδρυμα establishment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιδρύματος Πιερίδη (Λάρνακας Κύπρου) — Ένα από τα λίγα διατηρημένα αρχοντικά του πρώτου μισού του 19ου αι. στη Λάρνακα (Ζήνωνος Κιτιέως 4) φιλοξενεί την πλούσια συλλογή με αρχαιολογικά αντικείμενα, μεσαιωνικές χαλκογραφίες και χάρτες της Κύπρου, σπάνια βιβλία και αντικείμενα κυπριακής …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek

  • Γκλίνκα, Κονσταντίν Ντιμιτρίεβιτς — (Constantin Dimitryevich Glinka, 1867 – 1927). Ρώσος γεωλόγος. Αποφοίτησε το 1889 από τη σχολή φυσικής και μαθηματικών του πανεπιστημίου της Πετρούπολης, όπου εργάστηκε στη συνέχεια ως βοηθός στο τμήμα ορυκτολογίας, στο οποίο ήταν διευθυντής ο… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης, Ιωάννης — (Λευκάδα 1916 – 1993). Νομικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Λειψίας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»