-
1 πέρκος
-
2 τρι-όρχης
-
3 νυκτί-νομος
νυκτί-νομος, bei Nacht weidend, auf den Fraß ausgehend; Arist. H. A. 9, 17; ἀετοὶ καὶ ἱέρακες καὶ τὰ νυκτίνομα, Plut. quaest. rom. 93, wo νυκτινόμα accentuirt ist; ζῷα, Symp. 1, 8, 4; τοῖς νυκτινόμοις τῶν ὀρνίϑων, S. Emp. adv. phys. 1, 247.
См. также в других словарях:
Ἱέρακες — Ἵεραξ masc nom/voc pl Ἱέραξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρακες — ἱέρᾱκες , ἱέραξ hawk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
φαβοτύπος — ὁ, Α 1. αυτός που χτυπά περιστέρια 2. είδος γερακιού που σκοτώνει περιστέρια («ἱέρακες ἄμφω ὅ τε φαβοτύπος καὶ ὁ σπιζίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + τυπος (< τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ζῳο τύπος] … Dictionary of Greek