-
1 ἱάραξ
-
2 ἱέραξ
ἱέραξ [ῐ], ᾱκος, ὁ, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] ἴρηξ [ῑ], ηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr. 1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq. 1052):—A hawk, falcon,ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62
, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op. 212, Hdt.2.65, Arist.HA 620a17; sacred to Apollo, Ar.Av. 516.III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16.
См. также в других словарях:
ιάραξ — ἱάραξ, ακος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού ιέραξ … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek