-
101 πῡ-ώδης
πῡ-ώδης, ες, eiterartig, eiternd, Sp.
-
102 σπυριδ-ώδης
σπυριδ-ώδης, ες, von der Art od. dem Anschen einer σπυρίς, Sp.
-
103 σπυραθ-ώδης
σπυραθ-ώδης, ες, dem Ziegen- u. Schaaflorbeer ähnlich, Hippocr.
-
104 σπαραγματ-ώδης
σπαραγματ-ώδης, ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
-
105 σπαραγμ-ώδης
σπαραγμ-ώδης, ες, = σπαραγματώδης, Sp.
-
106 σπασματ-ώδης
σπασματ-ώδης, ες, den Zuckungen oder Spannungen ähnlich, krampfartig, Krämpfe verursachend, Medic.
-
107 σπερματ-ώδης
σπερματ-ώδης, ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.
-
108 σπειρ-ώδης
σπειρ-ώδης, ες, hüllenartig; κόρση σκίλλης, Nic. Al. 253, aus mehreren über einander liegenden Häuten bestehend.
-
109 σπιλαδ-ώδης
σπιλαδ-ώδης, ες, felsen- oder klippenartig, Strab. XIV, zw.
-
110 σπιθαμ-ώδης
σπιθαμ-ώδης, ες, = σπιϑαμιαῖος, Diosc.
-
111 σπιλ-ώδης
-
112 σπογγ-ώδης
σπογγ-ώδης, ες, = σπογγοειδής, Plut.
-
113 σποδι-ώδης
σποδι-ώδης, ες, = σποδοειδής, Sp.
-
114 σποδ-ώδης
σποδ-ώδης, ες, zsgzgn aus σποδοειδής, voll Asche, Sp.
-
115 σπηλυγγ-ώδης
σπηλυγγ-ώδης, ες, = Vorigem, VLL.
-
116 σπλην-ώδης
σπλην-ώδης, ες, milzartig, milzsüchtig, Galen.
-
117 σπηλ-ώδης
σπηλ-ώδης, ες, = σπηλαιώδης, Schol. Ap. Rh. 2, 356.
-
118 στραγγαλι-ώδης
στραγγαλι-ώδης, ες, gewunden, verdreht, – übtr., listig, tückisch, LXX., vgl. Phryn. in B. A. 63.
-
119 στροφ-ώδης
στροφ-ώδης, ες, einem στρόφος ähnlich, Medic.
-
120 στρομβ-ώδης
στρομβ-ώδης, ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ᾠδῆς — ἀοιδή song fem gen sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῇς — ἀοιδή song fem dat pl (attic epic) ᾠδή song fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤδης — οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδάω swell imperf ind act 2nd sg οἰδέω swell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] … Dictionary of Greek
ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek