Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἰῶκα

См. также в других словарях:

  • Ἰωκά — Ἰωκά̱ , Ἰωκή fem nom/voc/acc dual Ἰωκά̱ , Ἰωκή fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκά — ἰωκά̱ , ἰωκή rout fem nom/voc/acc dual ἰωκά̱ , ἰωκή rout fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰῶκα — ἰωκή rout masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴωκα — ἴ̱ωκα , ἰόω become perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωκάν — Ἰωκά̱ν , Ἰωκή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκάν — ἰωκά̱ν , ἰωκή rout fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωκάς — Ἰωκά̱ς , Ἰωκή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκάς — ἰωκά̱ς , ἰωκή rout fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιωκή — ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α) 1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη 2. ως κύριο όν. Ἰωκή προσωποποίηση τής δίωξης, τής επίθεσης («ἐν δ Ἔρις, ἐν δ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»