-
1 ἰᾱλεμ-ώδης
ἰᾱλεμ-ώδης, ες, von Phot. τὰ ψυχρὰ καὶ οὐδενὸς ἄξια erkl.
-
2 ἰαλεμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰαλεμέω
-
3 ἰαλεμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰαλεμίζω
-
4 ἰαλεμίστρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰαλεμίστρια
-
5 ἰάλεμος
A lament, dirge, used by Trag. in lyr., A.Supp. 115, E.Rh. 895, Tr. 1304, Ph. 1033, etc.;τὸν ἰ. ἀρίστευσε Theoc.15.98
: rare in Prose, Metrod.Herc.831.17 (s.v.l.)<*> prov., ἰαλέμου ψυχρότερος, of something tedious and dull, Zen.4.39.II as Adj., melancholy, (lyr., s.v.l.); but usu.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάλεμος
-
6 ἰαλεμώδης
ἰᾱλεμ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰαλεμώδης
-
7 ιηλεμ-
ион. = ἰαλεμ- -
8 ἰάλεμος
a dirge ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον Θρ. 5a. 2 = b. 6.b τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Καλλιόπης, ὡς φησὶ Πίνδαρος. Σ Eur. Rhesus 895. ἁ δ' Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος (sc. ὕμνει) Θρ. 3. 9. -
9 κελαδέω
κελᾰδέω (κελαδέοντι,- -έοντι; -έων; -εῖν: fut. -ήσω, -ήσομεν: aor. -ησε, -ήσαθ, -ησαν; -ήσετ(ε) subj. coni.; -ῆσαι, -έσαι coni.: med. fut. - ησόμεθα.)a hymn c. acc.κελαδεῖν Κρόνου παῖδ O. 1.9
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ὄτρυνον νῦν ἑταίρους πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι O. 6.88
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.10εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
c. dupl. acc., καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντὰν (cf. P. 11.10: i. e. as a victory blessing. v. ἐπωνύμιος) O. 10.79ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι I. 1.54
b abs.ἀναβάσομαι στόλον ἀμφἀρετᾷ κελαδέων P. 2.63
, cf. P. 2.15c c. cogn. acc., singκόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.58
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Br. Keil: v. E. Fränkel, K. Z., 1909, 258; Schwyz., 1. 753: κελαδῆσαι codd.: κελαδέμεν Er. Schmid) I. 5.48ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.62
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδ[έον]τι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
κελαδ[ήσαθ ὕμ]νους (supp. Snell e v. l. ap. Σ.) Πα. 7B. 10. ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον ]κελαδησατ[ Θρ. 5a. 3 = b. 7.d of the song itself, κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων resound P. 2.15 ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων celebrating N. 3.66 -
10 ὄρθιος
a high-pitched ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον (supp. Lobel) Θρ. 5a. 2 = b. 6. n. s. pro adv., in a high voice,ὄρθιον ὤρυσαι θαρσέων O. 9.109
θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς ὄρθιον φώνασε N. 10.76
b rampantγελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων P. 10.36
c dub. ὀ]ρθιο[ (Π̆{s}: ὀ]λβιο[ Π.) P. Oxy. 2442, fr. 111.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский