-
1 ιόνθους
-
2 ἰόνθους
-
3 κορυφόω
A bring to a head,ἰόνθους Archig.
ap. Orib.Syn.8.58;τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Gp. 5.26.9
:—[voice] Pass., [κῦμα] κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται rises with arching crest (cf.κορύσσω 11
), Il.4.426;κορυφουμένων [ἑλκέων] ὅκως ἐν θαλάσσῃ κύματα Aret.SD2.9
: metaph., τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pi.O.1.113; κορυφουμένου τοῦ πολέμου coming to a crisis, J.BJ6.2.9;πόθου κορυφούμενον σάλον Aristaenet. 1.10
.III [voice] Pass., to be concluded,κεκορυφωμένου τοῦ κεφαλαίου Phld.Rh.1.122
S.; being summed up,AP
7.429 (Alc.Mityl.):—[voice] Med., sum up,τὴν οὐσίαν τοῦ θεοῦ Jul.Or.4.143b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφόω
-
4 ψεῦσμα
II τοὺς ἐπὶ τῆς ῥινὸς φυομένους ἰόνθους Σικελιῶται ψεύσματα ἔλεγον Sch.Theoc. 12.24, cf. Kaibel CGFp.218. -
5 ἴονθος
ἴονθος, ὁ,A root of a hair, young hair,ἰόνθους ἐκθλιβομένους Phld. Sign.13
, cf. Eun.Hist.p.250 D., Phryn.PSp.77 B.
См. также в других словарях:
ἰόνθους — ἴονθος root of a hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκώδης — ες / συκώδης, ῶδες, ΝΑ [σῡκον] όμοιος με σύκο ή με μια ιδιότητα τού σύκου, συκοειδής αρχ. 1. ο όμοιος με σαρκώδη εκφύματα («ἰόνθους καὶ τὰς ἐν τῷ γενείῳ συκώδεις ἐπαναστάσεις», Ορειβ.) 2. συκοφαντικός … Dictionary of Greek