Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἰϑύνει

См. также в других словарях:

  • ἰθυνεῖ — ἰ̱θυνεῖ , ἰθύνω make straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἰ̱θυνεῖ , ἰθύνω make straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθύνει — ἰ̱θύ̱νει , ἰθύνω make straight aor subj act 3rd sg (epic ionic) ἰ̱θύ̱νει , ἰθύνω make straight pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἰ̱θύ̱νει , ἰθύνω make straight pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπας — ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α) επίρρ. 1. εν τούτοις, μ όλα ταύτα («Ζεύς δ ἔμπης πάντ ἰθύνει») 2. μολονότι, αν και («νῡν δ ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν») 3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης» …   Dictionary of Greek

  • οίνοψ — οἶνοψ, οπος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ. β. «ὣς τ ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»