-
1 ιχώρος
-
2 ἰχῶρος
-
3 ἰχώρ,-ῶρος
+ ὁ N 3 0-0-0-2-1=3 Jb 2,8; 7,5; 4 Mc 9,20discharge, eruption Jb 2,8; juice, colourless liquid 4 Mc 9,20*Jb 7,5 ἀπὸ ἰχῶρος from (my) eruption corr.? ἀπὸ χρωτός for MT עורי from (my) skinCf. RENEHAN 1975, 113
См. также в других словарях:
ἰχῶρος — ἰ̱χῶρος , ἰχώρ ichor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] … Dictionary of Greek
ιχωρορροώ — ἰχωρορροῶ, έω (Α) βγάζω ιχώρα, ορό, πυώδη ύλη, πυορροώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ρροῶ (< ρρους < ρούς), πρβλ. αιμο ρροώ, φυλλο ρροώ] … Dictionary of Greek