-
1 ἰχθυόκεντρον
ἰχθυό-κεντρον, τό, Fischstachel, Harpune zum Fischfange, bes. zum Fange großer Fische -
2 ἰχθύ-κεντρον
ἰχθύ-κεντρον, τό, = ἰχϑυόκεντρον, Poll. 10, 133.
См. также в других словарях:
ιχθύκεντρον — ἰχθύκεντρον και ἰχθυόκεντρον, τὸ (Α) τρίαινα, καμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κέντρον «κεντρί»] … Dictionary of Greek