-
1 σπυρίς
σπυρίς, ἡ, ein runder, geflochtener Korb, Etwas darin zu tragen; bes. Fischkorb, Ar. Pax 970, wie Her. 5, 16; vgl. auch Iul. Aeg. ep. (VI, 29); ἰχϑυδόκος, Leon. Tar. 25 (VI, 4); σχοινοτενεῖς, Philp. 22 (VI, 5); – ἀπὸ σπυρίδος δεῖπνα, Ath. VIII, 365 a, ὅταν τις αὐτὸς αὑτῷ σκε υάσας δεῖπνον καὶ συνϑεὶς εἰς σπ υρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ, also coena e sportula; vgl. σπυρίσι δειπ νίζειν, Arr. Ep. 4, 10; ἀπὸ σπ υρίδος δειπνίζειν, Hesych.
См. также в других словарях:
ιχθυδόκος — ἰχθυδόκος, ον (Α) αυτός που μέσα του τοποθετούν ψάρια («ἰχθυδόκος σπυρίς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος) … Dictionary of Greek
ἰχθυδόκους — ἰχθυδόκος holding fish masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek