Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰχϑυδόκος

См. также в других словарях:

  • ιχθυδόκος — ἰχθυδόκος, ον (Α) αυτός που μέσα του τοποθετούν ψάρια («ἰχθυδόκος σπυρίς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο δόκος, ιο δόκος) …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυδόκους — ἰχθυδόκος holding fish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»