См. также в других словарях:
ύϊνος — ον, Α μτφ. (για πρόσ.) αγροίκος, χυδαίος, σκαιός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + κατάλ. ινος (πρβλ. ἰχθύ ϊνος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek