Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰχθυφάγος

См. также в других словарях:

  • ιχθυφάγος — ἰχθυφάγος, ον (Α) ιχθυοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυφάγοι — ἰχθυφάγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»