-
1 ιχθυφαγος
-
2 ἰχθυφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυφάγος
-
3 ιχθυοφαγος
-
4 ιχθυφάγοι
-
5 ἰχθυφάγοι
См. также в других словарях:
ιχθυφάγος — ἰχθυφάγος, ον (Α) ιχθυοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
ἰχθυφάγοι — ἰχθυφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek