-
1 ιχθυβόλων
-
2 ἰχθυβόλων
-
3 συν-εργατίνης
συν-εργατίνης, ὁ, poet. statt συνεργάτης, Leon. Tar. 91 (VII, 295), συνεργ. ἰχϑυβόλων ϑίασος.
-
4 συνεργατίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεργατίνης
См. также в других словарях:
ἰχθυβόλων — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut gen pl ἰχθυβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)