-
1 ιταμή
-
2 ἰταμή
-
3 дерзость
-и θ.1. αυθάδεια, θρασύτητα, αναίδεια, ιταμότητα, προπέτεια. || ιταμή πράξη, άσχημες εκφράσεις, λόγια.2. τολμηρότητα, το παράτολμον, αποκοτιά.
См. также в других словарях:
ἰταμή — ἰταμός ibo fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσίγραφο — το, Ν 1. τελικό έγγραφο που δεν επιδέχεται καμία μεταβολή 2. (νομ.) έγγραφη προειδοποίηση ενός κράτους προς άλλο κράτος ή ομάδας ή οργανισμού κρατών προς κράτος ή ομάδα κρατών με το οποίο απαιτείται από τη δεύτερη πλευρά να λάβει ορισμένα μέτρα,… … Dictionary of Greek