-
1 ἰταμότης
ἰταμότης, ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.
-
2 ἰταμότης
ἰταμότης, ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; Unverschämtheit -
3 ἰταμία
См. также в других словарях:
ἰταμότης — initiative fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητα — ἰταμότης initiative fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητι — ἰταμότης initiative fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητος — ἰταμότης initiative fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος … Dictionary of Greek