Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰταμότης

См. также в других словарях:

  • ἰταμότης — initiative fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμότητα — ἰταμότης initiative fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμότητι — ἰταμότης initiative fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμότητος — ἰταμότης initiative fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»