-
61 ιταμωτέρους
-
62 ἰταμωτέρους
-
63 ιταμωτέρω
-
64 ἰταμωτέρῳ
-
65 ιταμώ
-
66 ἰταμῷ
-
67 ιταμώι
-
68 ἰταμῶι
-
69 ιταμώς
-
70 ἰταμῶς
-
71 ιταμή
-
72 ἰταμή
-
73 ιταμήν
-
74 ἰταμήν
-
75 ιταμώτατε
-
76 ἰταμώτατε
-
77 ιταμώτατοι
-
78 ἰταμώτατοι
-
79 ιταμώτατος
-
80 ἰταμώτατος
См. также в других словарях:
ἰταμός — ibo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
ιταμός — ή, ό επίρρ. ά θρασύς, αυθάδης: Ιταμό τελεσίγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰταμώτερον — ἰταμός ibo adverbial comp ἰταμός ibo masc acc comp sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμωτέρων — ἰταμός ibo fem gen comp pl ἰταμός ibo masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμῶν — ἰταμός ibo fem gen pl ἰταμός ibo masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμόν — ἰταμός ibo masc acc sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμώτατα — ἰταμός ibo adverbial superl ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμώτατον — ἰταμός ibo masc acc superl sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμαῖς — ἰταμός ibo fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμαί — ἰταμός ibo fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)