-
1 ημερινος
-
2 αμφημερινος
-
3 ημεριος
-
4 ισημερινος
3равноденственный(ἀνατολή Arst.)
ὅ ἰ. κύκλος Arst., Plut. — экватор;ἥ ἰσημερινέ ζώνη Plut. — экваториальный, т.е. жаркий пояс -
5 καθημερινος
-
6 μεθημερινος
См. также в других словарях:
ημερινός — ἡμερινός, ή, ὸν (Α) [ημέρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM) κατά τη διάρκεια τής ημέρας … Dictionary of Greek
ἡμερινός — of day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινά — ἡμερινός of day neut nom/voc/acc pl ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc/acc dual ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινῶν — ἡμερινός of day fem gen pl ἡμερινός of day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινόν — ἡμερινός of day masc acc sg ἡμερινός of day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεριναῖς — ἡμερινός of day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεριναί — ἡμερινός of day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖο — ἡμερινός of day masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖς — ἡμερινός of day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖσι — ἡμερινός of day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοί — ἡμερινός of day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)