-
1 ημερινός
-
2 ἡμερινός
-
3 ἡμερινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερινός
-
4 ημερινά
ἡμερινόςof day: neut nom /voc /acc plἡμερινά̱, ἡμερινόςof day: fem nom /voc /acc dualἡμερινά̱, ἡμερινόςof day: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἡμερινά
ἡμερινόςof day: neut nom /voc /acc plἡμερινά̱, ἡμερινόςof day: fem nom /voc /acc dualἡμερινά̱, ἡμερινόςof day: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ημερινών
-
7 ἡμερινῶν
-
8 ημερινόν
-
9 ἡμερινόν
-
10 ημερινή
-
11 ἡμερινῇ
-
12 ημερινής
-
13 ἡμερινῆς
-
14 ημερινήσι
-
15 ἡμερινῇσι
-
16 ημεριναίς
-
17 ἡμεριναῖς
-
18 ημεριναί
-
19 ἡμεριναί
-
20 ημερινοίο
См. также в других словарях:
ημερινός — ἡμερινός, ή, ὸν (Α) [ημέρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM) κατά τη διάρκεια τής ημέρας … Dictionary of Greek
ἡμερινός — of day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινά — ἡμερινός of day neut nom/voc/acc pl ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc/acc dual ἡμερινά̱ , ἡμερινός of day fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινῶν — ἡμερινός of day fem gen pl ἡμερινός of day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινόν — ἡμερινός of day masc acc sg ἡμερινός of day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεριναῖς — ἡμερινός of day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεριναί — ἡμερινός of day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖο — ἡμερινός of day masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖς — ἡμερινός of day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοῖσι — ἡμερινός of day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερινοί — ἡμερινός of day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)