-
1 ημερινήσι
-
2 ἡμερινῇσι
См. также в других словарях:
ἡμερινῇσι — ἡμερινός of day fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημερινήσι
2 ἡμερινῇσι
ἡμερινῇσι — ἡμερινός of day fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)