-
1 ισορροπος
21) находящийся в равновесии, устойчивый(πρᾶγμα τεθὲν ἐν μέσῳ Plat.; τὸ βάρος Arst.)
2) взаимно уравновешивающийся(δυνάμεις Plat.)
3) ведущийся с одинаковым для обеих сторон успехом, никому не дающий перевеса(ἀγών Aesch.; μάχη Thuc., Plut.)
4) колеблющийся в обе стороны, неустойчивый, шаткий(ἀμφιδέξιος καὴ ἰ., sc. ψυχή Plut.)
5) столь же сильный, равный (sc. τῷ Λακεδαιμονίων γένει Her.)6) соответствующий(ἰ. λόγος τῶν ἔργων Thuc.)
τιμέ ἰ. οὐκ ἂν γένοιτο Arst. — нет достойной цены (дружеской услуге)
См. также в других словарях:
ιθύρροπος — ἰθύρροπος, ον (Α) αυτός που κρέμεται κάθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερό ρροπος, ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
οξύρροπος — ὀξύρροπος, ον (Α) 1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές 2. μτφ. αιφνίδιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον η ορμητικότητα, η σφοδρότητα 4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή … Dictionary of Greek
εύροπος — εὔροπος, ον (Α) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα («εὔροπον ἅμμα») βρόχος που συσφίγγεται εύκολα. επίρρ... εὐρόπως (Α) με ευχέρεια, με ευκολία, καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροπος (< ροπή), πρβλ. αντί ρροπος, ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
κατάρροπος — κατάρροπος, ον (AM) κατηφορικός, επικλινής αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω («ἐπὶ τὸ κατάρροπον ῥέπειν», Ιπποκρ.) 2. κρεμασμένος 3. αυτός που έχει τάση να υποχωρήσει («κατάρροπος νοῡσος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροπος (<… … Dictionary of Greek
ομοιόρροπος — ὁμοιόρροπος, ον (Α) αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
ομόρροπος — ὁμόρροπος, ον (Α) 1. αυτός που είναι τής ίδιας αξίας, τής ίδιας στάθμης με κάποιον άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόρροπον ταυτότητα βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισό ρροπος] … Dictionary of Greek
ισόρροπος — η, ο (ΑΜ ἰσόρροπος, ον) 1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία 2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις») μσν. 1. ισάξιος 2. ισοδύναμος 3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς… … Dictionary of Greek