-
1 ισοτης
- ητος ἥ1) тж. pl. равенство(ἰ., ἣ φίλους φίλοις συνδεῖ Eur.; ἰ. ἀριθμητική и ἀριθμῷ Arst.; τὰς ἰσότητας καὴ τὰς δημοκρατίας ἐπαινεῖν Isocr.)
ἐν ἰσότητι и κατ΄ ἰσότητα Arst. — на началах равенства;ἐξ ἰσότητος NT. — поровну, равномерно2) беспристрастие, справедливость(ἰ. καὴ φιλανθρωπία Polyb.; ἰ. καὴ σωφροσύνη Plut.; τὸ δίκαιον καὴ ἥ ἰ. NT.)
-
2 ἰσότης
{сущ., 3}1. равномерность, равенство;2. беспристрастие, непредвзятость, объективность, справедливость.Ссылки: 2Кор. 8:14; Кол. 4:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἰσότης
-
3 ισότης
{сущ., 3}1. равномерность, равенство;2. беспристрастие, непредвзятость, объективность, справедливость.Ссылки: 2Кор. 8:14; Кол. 4:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ισότης
-
4 ἰσότης
1. равномерность, равенство; 2. беспристрастие, непредвзятость, объективность, справедливость.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσότης
-
5 ἰσότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἰσότης
-
6 αναλογια
ἥ1) мат. пропорция Plat.ἡ ἀ. ἰσότης ἐστὴ λόγων Arst. — пропорция есть равенство отношений
2) соответствие, соразмерность или аналогия Plat.κατὰ τέν ἀναλογίαν Arst. — пропорционально, соразмерно, соответственно
-
7 κοινωνικος
31) общественный(ἰσότης Plat.; ἀρετή Arst.)
2) общительный, тж. отзывчивый, благожелательный(κ. καὴ φιλικός Polyb.)
3) охотно делящийся, щедрый(τῶν ὄντων Luc.)
-
8 2471
{сущ., 3}1. равномерность, равенство;2. беспристрастие, непредвзятость, объективность, справедливость.Ссылки: 2Кор. 8:14; Кол. 4:1.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2471
См. также в других словарях:
ἰσότης — equality fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φίλιππος Ισότης — (Philippe Egalite, όνομα που πήρε το 1792 ο Λουδοβίκος Φίλιππος Ιωσήφ δούκας της Ορλεάνης, Σαιν Κλου 1747 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Ακολουθώντας το στρατιωτικό επάγγελμα, πολέμησε γενναία υπό τις διαταγές του κόμη του Ορβιλιέ στη μάχη του … Dictionary of Greek
ἰσοτήτοιν — ἰσότης equality fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοτήτων — ἰσότης equality fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότησι — ἰσότης equality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότησιν — ἰσότης equality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότητα — ἰσότης equality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότητας — ἰσότης equality fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότητες — ἰσότης equality fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότητι — ἰσότης equality fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσότητος — ἰσότης equality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)