-
1 ισαργυρος
-
2 ἰσάργυρος
ἰσ-άργῠρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσάργυρος
-
3 ἰσάργυρος
ἰσ-άργυρος, silbergleich, dem Silber gleich an Wert -
4 ισάργυρον
ἰσάργυροςworth its weight in silver: masc /fem acc sgἰσάργυροςworth its weight in silver: neut nom /voc /acc sg -
5 ἰσάργυρον
ἰσάργυροςworth its weight in silver: masc /fem acc sgἰσάργυροςworth its weight in silver: neut nom /voc /acc sg -
6 κηκις
1) пламяἐν κηκῖδι φλογός Aesch. — в пламени костра
2) истечение, сок, струя(πορφύρας ἰσάργυρος κ. Aesch.)
φόνου κ. Aesch. — кровавый поток;μυδῶσα κ. μηρίων Soph. — стекающий жир бедер (сжигаемой жертвы)3) собир. чернильный орешек Dem.
См. также в других словарях:
ισάργυρος — ἰσάργυρος, ον (Α) αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν άργυρος, χρυσ άργυρος] … Dictionary of Greek
ἰσάργυρον — ἰσάργυρος worth its weight in silver masc/fem acc sg ἰσάργυρος worth its weight in silver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek