Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἰσό-ψηφος

См. также в других словарях:

  • θεόψηφος — θεόψηφος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με την έγκριση τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ψηφος (< ψήφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ ψηφος] …   Dictionary of Greek

  • μονόψηφος — μονόψηφος, ον, δωρ. μονόψαφος (Α) 1. αυτός που παίρνει αποφάσεις και ενεργεί μόνος 2. αυτός που γίνεται, που εκτελείται αυτοβούλως, με προσωπική, ανεξάρτητη κρίση και απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ψηφος (< ψῆφος), πρβλ. ισό ψηφος, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόψηφος — λεπτόψηφος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψῆφος (πρβλ. ισό ψηφος, ομό ψηφος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόψηφος — η, ο (Α ὁμόψηφος, ον) αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.) νεοελλ. αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο αρχ. αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με …   Dictionary of Greek

  • ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»