-
1 ἰσό-στροφος
ἰσό-στροφος, 1) gleichgedreht, Saiten, Nicomach. mus. p. 11. – 2) gleichstrophig, Gramm.
-
2 ἰσόστροφος
ἰσό-στροφος, ον,II = ἀντίστροφος, S.E.M.7.6, Ammon.in APr.35.26: coupled with ἀντίστρ., Herm. in Phdr.p.189A.;ἀνάγκη πᾶν πρὸς πᾶν ἢ ἰ. εἶναι ἢ ἕτερον Dam. Pr. 312
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόστροφος
-
3 ἰσόστροφος
ἰσό-στροφος, (1) gleichgedreht, Saiten. (2) gleichstrophig -
4 ισοστροφος
2обращенный в ту же сторону, имеющий то же направление, занятый тем же предметом(ῥητορική, ἧς ἰ. ἥ διαλεκτική ἐστιν Sext.)
См. также в других словарях:
καλόστροφος — καλόστροφος, ον (Μ) αυτός που έχει στριφτεί καλά, στριμμένος καλά («καλόστροφος λώρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφος (< στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. ισό στροφος, ταχύ στροφος] … Dictionary of Greek