Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἰσό-στοιχος

См. также в других словарях:

  • μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] …   Dictionary of Greek

  • νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»