-
1 ἰσό-στοιχος
ἰσό-στοιχος, gleich an Reihen, gleichzeitig, Sp., Erkl. von ἀντίστοιχος, Schol. Eur. Andr. 745.
-
2 ἰσόστοιχος
ἰσό-στοιχος, gleich an Reihen, gleichzeitig
См. также в других словарях:
μονόστοιχος — μονόστοιχος, ον (Α) (για το κριθάρι) αυτός που έχει μία μόνο σειρά κόκκων στο στάχυ («μονόστοιχος κριθή», Αθην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοῖχος (πρβλ. ισό στοιχος)] … Dictionary of Greek
νομαδόστοιχος — νομαδόστοιχος, ον (Α) αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό στοιχος] … Dictionary of Greek