-
1 ἰσό-μοιρος
ἰσό-μοιρος, gleichen Antheil habend, bes. an Vermögen, Macht u. Freiheit; γνήσιοι ἰσόμοιροι πατρῴων Is. 6, 25; πάντας ἰσομοίρους ποιεῖν Xen. Cyr. 2, 2, 18. 4, 6, 12 u. Sp. – Aesch. Ch. 320 σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, vgl. D. L. 8, 26 ἰσόμοιρα εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὶ σκότος; Soph. El. 87 ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, die Luft, die einen eben solchen Theil der Welt wie die Erde ausmacht od. der ganzen Erde gleichmäßig angehört. – Τὸ ἰσόμοιρον, gleiche Portion, Nic. Th. 592.
-
2 ἰσόμοιρος
ἰσό-μοιρος, gleichen Anteil habend, bes. an Vermögen, Macht u. Freiheit; ὦ φάος ἁγνὸν καὶ γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, die Luft, die einen eben solchen Teil der Welt wie die Erde ausmacht od. der ganzen Erde gleichmäßig angehört. Τὸ ἰσόμοιρον, gleiche Portion -
3 ισομοιρος
2имеющий равную долю(ἰσόμοιροι πατρῴων Isae.; ἰσομοίρους πάντας ποιεῖν Xen.)
γῆς ἰ. ἀήρ Soph. — воздух, сопротяженный земле, т.е. отовсюду ее покрывающий;ἐν δημοκρατίᾳ ἰ. Thuc. — пользоваться при демократии равными правами;πρός τινα τῆς ξυμφορᾶς ἰ. Thuc. — делящий с кем-л. поровну (свое) несчастье;ἰσόμοιρα ἐν τῷ κόσμῳ φῶς καὴ σκότος Pythagoras ap. Diog.L. — в мире столько же света, сколько и тьмы
См. также в других словарях:
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek