-
1 ἰσό-γεως
-
2 ἰσόγαιος
ἰσό-γαιος, ον,A of equal height in relation to the land,θάλασσαι Luc. Ner.5
: [dialect] Att. [suff] ἰσο-γέως, even with the ground,τέμνειν ἰσόγεων Thphr.CP 3.7.3
:—written [suff] ἰσο-γείως, IG22.1665 (iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόγαιος
См. также в других словарях:
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek