Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσχύος

  • 121 τέρμα

    τέρμα ( τέρμα) nom., acc., - ασιν.)
    1 starting, finishing mark

    δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου O. 3.33

    ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114

    met.,

    ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

    καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. ends in a trial of strength) I. 4.67

    Lexicon to Pindar > τέρμα

  • 122 χείρ

    χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσίν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρα), χεῖρες, -ῶν, -εσσιν), - ας; dual. χεροῖν.)
    1 hand
    a in carrying, seizing, simm.

    ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1

    σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72

    οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95

    χερὶ διδύμᾳ P. 2.9

    χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57

    χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193

    θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11

    δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52

    χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44

    ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32

    ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34

    βέλος διώξει χερὶ I. 8.35

    ]

    χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
    b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσονO. 4.25

    φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75

    τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100

    χερσὶ βιαταὶ P. 1.42

    χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72

    ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

    χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35

    Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66

    οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21

    ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9

    αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37

    ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65

    c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18

    ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62

    λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55

    κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.
    d of swearing, praying, salutation

    χεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65

    φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240

    , cf. P. 4.37, P. 9.122

    πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11

    ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41

    e of labour, work

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51

    ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαιςO. 8.42

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαιςP. 4.37

    μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271

    ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖνP. 9.36

    παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122

    cf. P. 4.240, N. 11.32
    g of direction

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94

    δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.
    h of giving

    φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    i of admonition

    ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4

    Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.
    j fragg. χερὶ fr. 33a.

    πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6

    χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7.

    Lexicon to Pindar > χείρ

  • 123 βία

    -ας + N 1 3-0-7-4-16=30 Ex 1,13.14; 14,25; Is 17,13
    force, violence Ex 1,13; act of violence Neh 5,15; βίᾳ forcibly Is 30,30
    βίαν αὐτῶν οὐκ ἔφαγον they ate nothing extorted from them Neh 5,14
    *Ez 44,18 βίᾳ forcefully corr. βιζα (LXX-Gött.) = MT ביזע with anything that causes sweat; *Is 63,1 βίᾳ μετὰ ἰσχύος violently with strength-ִרב/ב by strife, by force for MT רֹב/ב in the greatness (of his strength);
    *Hab 3,6 βίᾳ violently, with violence-עז? for MT עד eternal
    Cf. HARL 1991, 250; LE BOULLUEC 1989 77-78(Ex 1,14); OTTLEY 1906 374(Is 63,1)

    Lust (λαγνεία) > βία

  • 124 θράσος

    -ους + τό N 3 0-0-1-1-12=14 Est 3,13b; Jdt 16,10; 1 Mc 4,32; 2 Mc 5,18; 3 Mc 2,26
    in pos. sense: audacity, boldness, hardiness 3 Mc 2,4; confidence 3 Mc 2,2
    in neg. sense: overboldness, insolence Jdt 16,10; audacious presumption 2 Mc 5,18
    θράσει courageously 1 Mc 6,45; θράσος ἰσχύος confidence in strength 1 Mc 4,32
    *Ez 19,7 τῷ θράσει αὐτοῦ in his boldness-אלם? (Aram.) to be strong for MT אלמנותיו his widows

    Lust (λαγνεία) > θράσος

  • 125 ὕβρις

    -εως + N 3 1-0-32-16-13=62 Lv 26,19; Is 9,8; 10,33; 13,11(bis)
    insolence, pride, arrogance Est 4,17d; shame, insult, mistreatment Sir 10,8; hardship 3 Mc 3,25
    ἡ ὕβρις τῆς ἰσχύος αὐτῆς hybris, i.e. haughty behaviour, (on account) of her strength Ez 33,28
    *Mi 6,10 ὕβρεως (of) pride-זדון for MT רזון emaciation; *Prv 14,10 ὕβρει (with) pride-זד for MT זר
    Cf. BERTRAM 1964, 29-38; →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > ὕβρις

  • 126 conditional power function

    French\ \ fonction puissance conditionnelle
    German\ \ bedingte Trennschärfefunktion
    Dutch\ \ functie van het onderscheidend vermogen; voorwaardelijk op de getrokken steekproef
    Italian\ \ funzione potenziale
    Spanish\ \ función de potencia condicional
    Catalan\ \ funció de potència condicional
    Portuguese\ \ função potência condicional
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ betingede potensfunktion
    Norwegian\ \ betinget potensfunksjon
    Swedish\ \ betingad styrkefunktion
    Greek\ \ δεσμευμένη συνάρτηση ισχύος
    Finnish\ \ ehdollinen voimakkuusfunktio
    Hungarian\ \ feltételes erõ függvény
    Turkish\ \ koşullu güç işlevi; koşullu güç fonksiyonu
    Estonian\ \ tinglik võimsusfunktsioon
    Lithuanian\ \ sąlyginė laipsninė funkcija
    Slovenian\ \ pogojno moč funkcijo
    Polish\ \ warunkowa funkcja mocy
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ skilyrt máttur virka
    Euskara\ \ baldintzatu botere funtzioa
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ دالة القوى المشروطة
    Afrikaans\ \ voorwaardelike onderskeidingsvermoëfunksie
    Chinese\ \ 条 件 幂 函 数
    Korean\ \ 조건부검정[검증]력함수

    Statistical terms > conditional power function

  • 127 dependent variable

    = effect variable; regressand; response variable
    French\ \ variable dépendante; variable explicative; variable expliquée
    German\ \ abhängige Variable; Regressand; Antwortvariable; Reaktionsvariable
    Dutch\ \ afhankelijke variabele; regressand; verklaarde variabele
    Italian\ \ variabile dipendente; variabile dipendente nella regressione; variabile effetto
    Spanish\ \ variable dependiente; variancia dependiente de la regresión
    Catalan\ \ variable dependent; variable d'efecte; variable resposta
    Portuguese\ \ variável dependente; variáveis de efeito; variável resposta
    Romanian\ \ variabilă dependentă; variabilă efect; variabilă rezultativă
    Danish\ \ afhængig variabel; effektvariabel
    Norwegian\ \ avhengig variabel; regressand; effektvariabel
    Swedish\ \ beroende variabel
    Greek\ \ εξαρτημένη μεταβλητή; μεταβλητής ισχύος; μεταβλητή απόκριση
    Finnish\ \ vastemuuttuja;selitettävä muuttuja; tulosmuuttuja
    Hungarian\ \ függõváltozó; függõ változó regressziós egyenlete; magyarázó változó
    Turkish\ \ bağımlı değişken; etki değişkeni; regresyon değişkeni; yanıt değişkeni
    Estonian\ \ funktsioontunnus; sõltuv tunnus; sõltuv muutuja; argumenttunnus; seletav tunnus
    Lithuanian\ \ priklausomasis kintamasis; kintamasis poveikis; reiškinys; regresandas
    Slovenian\ \ odvisna spremenljivka; pojasnjevana spremenljivka; posledična spremeljivka
    Polish\ \ zmienna zależna; regresata (synonim terminu zmienna zależna w równaniu regresji)
    Russian\ \ зависимая переменная; зависимая переменная; зависимое переменное в уравнении регрессии; отклик
    Ukrainian\ \ залежні змінні
    Serbian\ \ зависна променљива; регресанд
    Icelandic\ \ háð breyta; fylgibreyta
    Euskara\ \ menpeko aldagai; aldagai dependente
    Farsi\ \ mot gh yere vab ste; mot gh yere s r
    Persian-Farsi\ \ متغيّر وابسته
    Arabic\ \ متغير معتمد، متغير التأثر، متغير الاستجابة
    Afrikaans\ \ afhanklike veranderlike; effekveranderlike
    Chinese\ \ 应 变 量 , 应 变 数; 结 果 变 量 , 影 响 变 量; 回 归 应 变 量 , 被 说 明 变 量
    Korean\ \ 종속변수; 유효변수; 피회귀변수; 반응변수

    Statistical terms > dependent variable

  • 128 power function distribution

    French\ \ distribution de fonction de puissance
    German\ \ Gütefunktionsverteilung
    Dutch\ \ verdeling volgens een machtfunctie
    Italian\ \ distribuzione di funzione di potenza
    Spanish\ \ distribución de función de potencia
    Catalan\ \ distribució de la funció de potència
    Portuguese\ \ distribuição em função potência
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ styrkefunktionfordeling
    Norwegian\ \ styrke funksjon fordeling
    Swedish\ \ styrkefunktionfordelning
    Greek\ \ κατανομή συνάρτησης ισχύος
    Finnish\ \ potenssifunktiojakauma
    Hungarian\ \ hatványfüggvény eloszlás
    Turkish\ \ güç işlevi (fonksiyonu) dağılımı; güç fonksiyonu dağılımı
    Estonian\ \ astmefunktsiooni jaotus
    Lithuanian\ \ laipsninės funkcijos skirstinys; pasiskirstymas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ rozkład funkcji potęgowej
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ máttur virka dreifingu
    Euskara\ \ botere banaketa funtzioa
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ توزيع تابع توان
    Arabic\ \ توزيع دالة القوة
    Afrikaans\ \ magsfunksieverdeling
    Chinese\ \ 幂 函 数 分 布
    Korean\ \ 검정[검증]력 함수 분포

    Statistical terms > power function distribution

См. также в других словарях:

  • ισχύος, συντελεστής — Ο λόγος της μέσης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος προς το γινόμενο των ενεργών τιμών της τάσης (Uεv) και του ρεύματος (Ιεν). Αν το εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ημιτονοειδές, τότε ο σ.ι. ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης φ μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυος — Ἴσχυς gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»