-
1 ισχυροτέροισιν
-
2 ἰσχυροτέροισιν
См. также в других словарях:
ἰσχυροτέροισιν — ἰσχῡροτέροισιν , ἰσχυρός strong masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ισχυροτέροισιν
2 ἰσχυροτέροισιν
ἰσχυροτέροισιν — ἰσχῡροτέροισιν , ἰσχυρός strong masc/neut dat comp pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)