-
1 ισχυροπράγμονας
-
2 ἰσχυροπράγμονας
См. также в других словарях:
ἰσχυροπράγμονας — ἰσχυροπράγμων doing mighty deeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ισχυροπράγμονας
2 ἰσχυροπράγμονας
ἰσχυροπράγμονας — ἰσχυροπράγμων doing mighty deeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)