-
1 ἰσχναλέος
A v. ἰσχαλέος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχναλέος
-
2 ἰσχαλέος
A dried,κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233
; thin, paltry,περόναι Man.6.434
:—later [full] ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχαλέος
См. также в других словарях:
ισχναλέος — ἰσχναλέος, α, ον (Μ) ο ισχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + αλέος*] … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek