-
1 ισχνότατοι
-
2 ἰσχνότατοι
См. также в других словарях:
ἰσχνότατοι — ἰσχνός dry masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ισχνότατοι
2 ἰσχνότατοι
ἰσχνότατοι — ἰσχνός dry masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)