Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰσχνά

См. также в других словарях:

  • ἰσχνά — ἰσχνός dry neut nom/voc/acc pl ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc/acc dual ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνάνασ' — ἰσχνά̱νᾱσα , ἰσχναίνω make dry aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἰσχνά̱νᾱσι , ἰσχναίνω make dry aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἰσχνά̱νᾱσαι , ἰσχναίνω make dry aor part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνάν — ἰσχνά̱ν , ἰσχνός dry fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνάνας — ἰσχνά̱νᾱς , ἰσχναίνω make dry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνάς — ἰσχνά̱ς , ἰσχνός dry fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

  • NEBULA — inter metcora infimae regionis notissima, memoratur Plinio l. 2. c. 60. quam densam in bello maximi momenti esse, discimus cx Livio l. 22. c. 4. ubi de Flaminio Consule ab Annibale circumvento, Eo magis, ait, Romanis subita atque improvisa res… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπυγος — ἄπυγος, ον (Α) [πυγή] 1. ο χωρίς οπίσθια 2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια 3. ο κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • ισχνόκωλος — ἰσχνόκωλος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κῶλον] …   Dictionary of Greek

  • καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κανί — και καννί, το 1. εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ραντισμό τών πιστών, ραντιστήρι 2. στον πληθ. τα κανιά τα σκέλη τών ποδιών, ιδίως τα μακρά και ισχνά («μάζεψε τα κανιά σου που έπιασες όλο το κάθισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κανν ί(ον) <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»