1 ισχνασίη
Morphologia Graeca > ισχνασίη
2 ἰσχνασίη
Morphologia Graeca > ἰσχνασίη
ἰσχνασίη — ἰσχνασία thinness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνασία — ἰσχνασία και ιων. τ. ἰσχνασίη, ἡ (Α) [ισχναίνω] η κατάσταση ισχνότητας, λεπτότητας … Dictionary of Greek