-
1 ἰσοϋψής
ἰσο-ϋψής, ές,A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also [suff] ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοϋψής
См. также в других словарях:
ευυψής — εὐυψής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υψής (< ύψος), πρβλ. αν ισο υψής, ισο υψής] … Dictionary of Greek