Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰσο-τελής

См. также в других словарях:

  • ομοτελής — ές (ΑΜ ὁμοτελής, ές) αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισο τελής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελής — ές, Ν φιλοτελιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»