-
1 ἰσο-δυναμέω
ἰσο-δυναμέω, von gleicher Macht, Bedeutung sein, Sp., τινί, oft Apoll. Dysc.; ἵνα μὴ τὸ ψεῦδος ἰσοδυναμοῦν ἀπολίπωμεν πρὸς τὴν ἀλήϑειαν Pol. 2, 56, 2.
-
2 ἰσοδυναμέω
ἰσο-δυναμέω, von gleicher Macht, Bedeutung sein -
3 ισοδυναμεω