Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσοφυής)

См. также в других словарях:

  • ισοφυής — ἰσοφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός 2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»). επίρρ... ἰσοφυῶς (Α) με τρόπο φυσικό, φυσικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ἰσοφυής — of equal growth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφυῆ — ἰσοφυής of equal growth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοφυής of equal growth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοφυής of equal growth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφυᾶ — ἰσοφυής of equal growth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἰσοφυής of equal growth masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφυές — ἰσοφυής of equal growth masc/fem voc sg ἰσοφυής of equal growth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοφυῶς — ἰσοφυής of equal growth adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοφυΐα — ἰσοφυΐα, ἡ (Α) [ισοφυής] η ομοιότητα κατά τη φύση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»